-
1 χιτων
ион. κῐθών, дор. κῐτών - ῶνος ὅ1) хитон (нательная одежда, преимущ. из льняной ткани, поверх которой обычно надевалась φᾶρος, χλαῖνα или ἱμάτιον) Hom. etc.λάϊνον ἕσσαι χιτῶνα Hom. — облечься в каменную одежду, т.е. быть побитым камнями
3) броня(χ. χάλκεος Hom.)
χ. στρεπτός Hom. — кольчуга5) кожа, оболочка (sc. ἐχίδνης Eur.; τῆς καρδίας Arst.)6) сеть(χιτῶνες τριγλοφόροι Anth.)
7) ограда(τειχέων κιθῶνες Her.)
8) полотнищеχ. κόκνινος или φοινικοῦς Plut. (лат. vexillum) — ярко-красный флаг (вывешивался над палаткой римск. полководца, как сигнал к выступлению или к бою)
См. также в других словарях:
τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… … Dictionary of Greek